μεταστάθμευση

μεταστάθμευση
[-ις (-εως)] η
1) перемена местопребывания; 2) воен, передислокация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεταστάθμευση" в других словарях:

  • μεταστάθμευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασταθμεύω, η αλλαγή τού τόπου στάθμευσης, η στάθμευση σε άλλο τόπο («η μεταστάθμευση τών λεωφορείων προκάλεσε αναστάτωση στο επιβατικό κοινό, που δεν τήν είχε πληροφορηθεί έγκαιρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. μετασταθμεύω. Η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»